- υγιεινολογικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγιεινολογία ή στον υγιεινολόγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υγιεινολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υγιεινολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υγιεινολογία ή στον υγιεινολόγο (βλ. λλ.): Υγιεινολογικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)